Bread Fruit – Αρτόκαρπος

Το Bread Fruit (Artocarpus altilis) ή κοινώς Αρτόκαρπος, είναι είδος ανθοφόρου δέντρου. Aνήκει στην οικογένεια των Μορεοειδών. Kατάγεται από το Νότιο Ειρηνικό και με την πάροδο του χρόνου, εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ωκεανία. Βρετανοί και Γάλλοι θαλασσοπόροι, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, εισήγαγαν λίγες χωρίς κουκούτσια ποικιλίες από την Πολυνησία, στα νησιά της Καραϊβικής. Σήμερα καλλιεργείται σε 90 χώρες. Σε όλη τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, τον Ειρηνικό Ωκεανό, την Καραϊβική, την Κεντρική Αμερική και την Αφρική. 

Ιστορικά στοιχεία

Οι πρόγονοι των Πολυνησίων περίπου πριν 3.500 χρόνια, βρήκαν τα δέντρα να αναπτύσσονται στη βορειοδυτική περιοχή της Νέας Γουινέας. Εγκατέλειψαν την καλλιέργεια του ρυζιού που είχαν φέρει μαζί τους από την Ταϊβάν και καλλιέργησαν αρτόκαρπους όπου κι αν πήγαν στον Ειρηνικό. Οι κάτοικοι της αρχαίας ανατολικής Ινδονησίας, διέδωσαν το φυτό στα δυτικά και βόρεια, δια μέσου της νησιωτικής και παράκτιας Νοτιοανατολικής Ασίας. Στους ιστορικούς και προϊστορικούς χρόνους έχει επίσης ευρέως φυτευτεί σε τροπικές περιοχές και αλλού.

Το 1769, ο Sir Joseph Banks και άλλοι, είδαν την αξία του αρτόκαρπου ως ένα ιδιαίτερα παραγωγικό τρόφιμο. Γνώρισαν το φυτό όταν στάθμευσαν στην Ταϊτή, ως μέρος της αποστολής του “HMS Endeavour”, με κυβερνήτη τον Τζέιμς Κουκ. Η αναζήτηση στα τέλη του 18ου αιώνα, για φθηνές υψηλής ενέργειας πηγές τροφίμων, για τους σκλάβους στις Βρετανικές αποικίες, έκαναν τους αποικιακούς διαχειριστές και τους ιδιοκτήτες φυτειών, να ενδιαφερθούν για την εισαγωγή αυτού του φυτού στην Καραϊβική.

Ως Πρόεδρος της “Royal Society”, ο Sir Joseph Banks παρείχε μια γενναιόδωρη προσφορά μετρητών και χρυσού, για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας. Το 1787, ο William Bligh διορίστηκε Καπετάνιος του “HMS Bounty” και του δόθηκε η εντολή να προχωρήσει στο Νότιο Ειρηνικό. Ο Sir Joseph Banks έδωσε λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με το πώς θα διατηρούνταν τα φυτά. Το “Bounty” παρέμεινε στην Ταϊτή για πέντε μήνες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα συλλέχθηκαν πάνω από 1000 φυτά και μεταφέρθηκαν στο πλοίο.

Το 1791, ο Bligh ηγήθηκε μιας δεύτερης αποστολής, με το “HMS Providence”, η οποία συγκέντρωσε στην Ταϊτή φυτά αρτόκαρπων. Tα μετέφερε στην Αγία Ελένη, στον Ατλαντικό, στον Άγιο Βικέντιο και την Τζαμάικα και στις Δυτικές Ινδίες. Αν και ο Bligh κέρδισε για τις προσπάθειές του, το μετάλλιο από τη “Royal Society”, η εισαγωγή δεν ήταν απόλυτα επιτυχημένη. Οι σκλάβοι αρνήθηκαν να φάνε τον αρτόκαρπο. Ωστόσο, ο αρτόκαρπος έγινε δεκτός στην κουζίνα του Πουέρτο Ρίκο.

Χρήσεις στη γαστρονομία

Ο αρτόκαρπος είναι βασικό είδος διατροφής σε πολλές τροπικές περιοχές. Είναι πολύ πλούσιος σε άμυλο και πριν καταναλωθεί, έχει περάσει θερμική επεξεργασία. Όταν ψηθεί, η γεύση του μέτρια ώριμου αρτόκαρπου μοιάζει με αυτή της πατάτας, ή με αυτή του φρεσκοψημένου ψωμιού. Ο πολύ ώριμος αρτόκαρπος γίνεται γλυκό, καθώς το άμυλο μετατρέπεται σε ζάχαρη.

Επειδή τα δέντρα του αρτόκαρπου συνήθως παράγουν μεγάλες ποσότητες σε ορισμένες περιόδους του έτους, η διατήρηση της συγκομιδής των καρπών είναι δύσκολη. Μια παραδοσιακή τεχνική συντήρησης είναι η ταφή καθαρισμένων και πλυμένων φρούτων σε ένα λάκκο από φύλλα. Εκεί, ζυμώνονται για αρκετές εβδομάδες και παράγουν μια ξινή κολλώδη ουσία. Έτσι αποθηκευμένο, το προϊόν μπορεί να συντηρηθεί επί ένα χρόνο ή και περισσότερο. Το ζυμωμένο αρτόδεντρο έχει μεταξύ άλλων, πολλές ονομασίες όπως “mahr” “masi”, “furo” και “bwiru”.

Οι περισσότερες ποικιλίες του αρτόκαρπου παράγουν επίσης ένα μικρό αριθμό καρπών καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, έτσι ώστε ο φρέσκος ​​αρτόκαρπος να είναι πάντα διαθέσιμος, αλλά κάπως σπανιότερος όταν είναι εκτός εποχής.

Οι αρτόκαρποι μπορούν να καταναλωθούν άπαξ και μαγειρευτούν ή μπορούν να υποβληθούν με περαιτέρω επεξεργασία, σε μία ποικιλία από άλλα τρόφιμα. Ένα κοινό προϊόν είναι ένα μείγμα βρασμένου ή ζυμωμένου πολτού από αρτόκαρπο που αναμιγνύεται με γάλα καρύδας και ψήνεται σε μπανανόφυλλα. Συναντάμε επίσης συνταγές με αρτόκαρπο που συνδυάζεται με γάλα καρύδας, ζάχαρη, βούτυρο, αλλαντικά, ή άλλα φρούτα.

Το βασικό είδος διατροφής της Χαβάης, που ονομάζεται “poi” παρασκευάζεται από πουρέ ρίζας “taro”. Εύκολα αντικαθίσταται με πουρέ αρτόκαρπου. Το προκύπτον “poi αρτόκαρπου” ονομάζεται “poi ‘ulu”. Στο Πουέρτο Ρίκο, ο αρτόκαρπος ονομάζεται “panapen ή pana” και σε μερικές ενδότερες επίσης περιοχές ονομάζεται “mapén”. Το “pana” συχνά σερβίρεται βραστό με ένα μείγμα από σοταρισμένο βακαλάο, ελαιόλαδο και κρεμμύδια. Σερβίρεται επίσης, ως “tostones” ή “mofongo”. Στη Δομινικανή Δημοκρατία, είναι γνωστό με το όνομα “buen pan” ή “καλό ψωμί”.

Ο Αρτόκαρπος βρίσκεται επίσης στην Ινδονησία και στη Μαλαισία, όπου αποκαλείται “sukun”. Στην πολιτεία της Νότιας Ινδίας, είναι γνωστό ως “kada chakka” ή “seema chakka’ και “deegujje”, αντίστοιχα. Στο Μπελίζ, οι Μάγια το αποκαλούν “masapan”.

Ο Αρτόκαρπος είναι περίπου 25% υδατάνθρακες και 70% νερό. Έχει μια μέση ποσότητα βιταμίνης C (20 mg / 100 g), μικρές ποσότητες μετάλλων, κάλιο και ψευδάργυρο και θειαμίνη (100 μg / 100 g).

Πηγή