Guava

Η Γκουάβα – Guava είναι γένος τροπικών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των Μυρτίδων. Περιλαμβάνει γύρω στα 100 είδη και είναι ιθαγενές στο Μεξικό, την Κεντρική Αμερική, τη βορειότερη Νότια Αμερική, σε μέρη της Καραϊβικής και σε μερικά μέρη της Βόρειας Αφρικής. Σήμερα καλλιεργείται σε όλες τις τροπικές περιοχές. Η γκουάβα αναφέρεται με το όνομα “Psidium guajava”σε ποικίλες ιατρικές αναφορές. Διαθέτει σκληρά φύλλα σκούρου χρώματος, τα οποία είναι απλά και το μήκος τους φθάνει τα 15 εκατοστά. Τα άνθη της είναι λευκά, με πέντε πέταλα και πολυάριθμους στήμονες.

Ετυμολογία και τοπικά ονόματα

Η ονομασία προέρχεται από τη γλώσσα των ιθαγενών Αραουάκων “guayabo” , μέσω του Ισπανικού “guayaba”. Έχει προσαρμοστεί σε πολλές Ευρωπαϊκές και Ασιατικές γλώσσες, που έχει παρόμοια μορφή. Στην Ινδική υποήπειρο και τη Μέση Ανατολή, η γκουάβα ονομάζεται “amrood”, ενδεχομένως, μια παραλλαγή του “armoot” που σημαίνει “αχλάδι” στην Αραβική και τη Τουρκική γλώσσα.

Επίσης στο Περού,αναφέρεται με τον όρο αχλάδι. Είναι κοινή ονομασία στις χώρες που συνορεύουν με το δυτικό Ινδικό Ωκεανό και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα Ισπανικά ή τα Πορτογαλικά. Στα Σουαχίλι ονομάζεται “mapera”.

Τα φυτά αυτά καλλιεργούνται σε τροπικές και υποτροπικές χώρες για τον εδώδιμο καρπό τους. Πολλά είδη καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς. Τα ενήλικα δέντρα στα περισσότερα είδη είναι κάπως ανθεκτικά στο κρύο και μπορούν να αντέξουν θερμοκρασίες των 5 °C, σε αντίθεση με τα πρώιμα φυτά.

Χρήση στη γαστρονομία

Τα φρούτα γκουάβα είναι στρογγυλά σε σχήμα αχλαδιού, ενώ η διάμετρός τους κυμαίνεται από 3 ως 10 εκατοστά. Έχουν χρώμα ωχροπράσινο προς κίτρινο. Η σάρκα του είναι λευκή ή πορτοκαλί προς σομόν και έχει πολλά σκληρά κουκούτσια. Το άρωμα του καρπού θυμίζει αυτό των αρωματικών φρούτων, όπως μήλων, φρούτων του πάθους ή φράουλας. Έχει ξινή αλλά ευχάριστη γεύση και άρωμα που θυμίζει αυτό των ροδοπετάλων.

Το φρούτο τρώγεται εξ ολοκλήρου. Πολλοί καταναλωτές προτιμούν να αποσείσουν τους μεσαίους σκληρούς σπόρους που βρίσκονται στην σάρκα. Ο καρπός είναι πολύ γλυκός στο κέντρο του, ενώ προς τα έξω είναι πικρός όπως στα άγουρα αχλάδια. Η φλούδα είναι πικρή στη γεύση αλλά πλούσια σε φυτικές χημικές ουσίες. Μπορεί να αποτελέσει μέρος δίαιτας ως πλούσια πηγή φυτικών ινών.

Συχνά επίσης το φρούτο προσφέρεται ως επιδόρπιο. Στις χώρες της Ασίας, η φρέσκια άγουρη γκουάβα εμβαπτίζεται σε σκόνη από δαμάσκηνο ή αλάτι. Η γκουάβα βρασμένη, χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παρασκευή γλυκών, μαρμελάδων, ζελέ και χυμών. Επίσης στην Ασία παρασκευάζεται αφέψημα από τα φύλλα και τους καρπούς του φυτού. Ο χυμός γκουάβας είναι πολύ δημοφιλής στο Μεξικό, στην Αίγυπτο και στη Νότια Αφρική. Οι κόκκινες “guavas” μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για αλμυρές παρασκευές και να αντικαταστήσουν την τομάτα, ειδικά σε όσους είναι ευαίσθητοι στα οξέα της.

Το ξύλο του φυτού χρησιμοποιείται για τη προετοιμασία καπνιστού κρέατος. Ιδιαίτερος διαγωνισμός καπνιστού κρέατος λαμβάνει χώρα στη Χαβάη, μα αποκλειστικά την χρήση της γκουάβα.

Διατροφική αξία

Συχνά τα φρούτα γκουάβα θεωρούνται υπερφρούτα, πλούσια σε βιταμίνες Α και C, Ω-3 και Ω-6 λιπαρά οξέα και φυτικές ίνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι μία μόνο γκουάβα περιέχει 4 φορές τις ίδιες βιταμίνες C με ένα πορτοκάλι. Το φρούτο είναι επίσης πλούσιο σε κάλιο και μαγνήσιο. Τέλος περιέχει πολλά αντιοξειδωτικά

Η διατροφική αξία εξαρτάται από το είδος, καθώς η γκουάβα-φράουλα, για παράδειγμα, περιέχει μόλις 37 χιλιοστογραμμάρια βιταμίνης C για κάθε 100 γραμμάρια.

Πηγή