Παστινάκη -Pastinaca sativa

Η Παστινάκη η εδώδιμος (Pastinaca sativa) ή κοινώς η παστινάκη ή η παστινάκα, είναι ένα ριζώδες λαχανικό στενά συνδεδεμένο με το καρότο και το μαϊντανό. Πρόκειται για ένα διετές φυτό που συνήθως καλλιεργείται ως ετήσιο φυτό.

Η μακρά κονδυλώδης ρίζα του έχει το κρεμ χρώμα του δέρματος και της σάρκας. Μπορεί να παραμείνει στο έδαφος όταν ωριμάσει, καθόσον γίνεται γλυκύτερη στη γεύση, μετά από τους παγετούς του χειμώνα. 

Ιστορία

Όπως και τα καρότα, οι παστινάκες είναι ιθαγενείς στην Ευρασία και καταναλώνονταν εκεί από τους αρχαίους χρόνους. Οι Zohary και Hopf σημειώνουν ότι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για την καλλιέργεια της παστινάκας “εξακολουθεί να είναι μάλλον περιορισμένη”. Επίσης πως οι Ελληνικές και Ρωμαϊκές φιλολογικές πηγές αποτελούν σημαντική πηγή για την πρώιμη χρήση του.

Προειδοποιούν ότι “υπάρχουν κάποιες δυσκολίες στη διάκριση μεταξύ της παστινάκας και του καρότου (που, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ήταν λευκό ή μοβ), στα κλασσικά γραπτά, αφού και τα δύο λαχανικά, φαίνεται να ονομάζονταν μερικές φορές pastinaca. Εντούτοις, το κάθε λαχανικό φαίνεται να βρίσκεται υπό καλλιέργεια, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους”. Η παστινάκη, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και ο Αυτοκράτορας Τιβέριος αποδεχόταν μέρος του φόρου υποτελείας που καταβαλλόταν στη Ρώμη από τη Γερμανία, με τη μορφή της παστινάκας. Στην Ευρώπη, το λαχανικό χρησιμοποιήθηκε ως πηγή ζάχαρης πριν το ζαχαροκάλαμο και τα τεύτλα γίνουν διαθέσιμα.

Όπως η pastinache comuni, η “κοινή” pastinaca, φιγουράρει στον μακρύ κατάλογο των βρώσιμων προϊόντων που απολάμβαναν οι Μιλανέζοι, δίνεται από τον Bonvesin de la Riva, στα «Θαύματα του Μιλάνου» (το 1288). Αυτό το φυτό εισήχθη στην Βόρεια Αμερική ταυτόχρονα από τους Γάλλους αποίκους στον Καναδά και τους Βρετανούς στις Δεκατρείς Αποικίες. Η χρήση του ως ριζώδες λαχανικό, αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα, αντικαταστάθηκε ως η κύρια πηγή αμύλου, από την πατάτα και κατά συνέπεια, καλλιεργήθηκε σε μικρότερη κλίμακα.

Το 1859, μια νέα ποικιλία που ονομάζετο “Student” , δημιουργήθηκε από τον James Buckman στο Royal Agricultural College της Αγγλίας. Ο James επικονίασε καλλιεργούμενα φυτά με άγρια ​​αποθέματα, στοχεύοντας στο να καταδείξει πώς τα ενδημικά φυτά θα μπορούσαν να βελτιωθούν με την επιλεκτική αναπαραγωγή. Αυτό το πείραμα ήταν τόσο επιτυχημένο, που το “Student”, έγινε η κύρια καλλιεργούμενη ποικιλία στα τέλη του 19ου αιώνα.

Χρήσεις

Οι παστινάκες μοιάζουν με τα καρότα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με παρόμοιους τρόπους. Διαθέτουν μια πιο γλυκιά γεύση, ειδικά όταν μαγειρευτούν. Αν και οι παστινάκες μπορούν να καταναλωθούν ωμές, πιο συχνά σερβίρονται μαγειρεμένες. Μπορούν να ψηθούν, να βράσουν, να πολτοποιηθούν, να τηγανιστούν ή να μαγειρευτούν στον ατμό. Όταν χρησιμοποιούνται σε βραστά, σούπες και μαγειρευτά κατσαρόλας, δίνουν μια πλούσια γεύση.  Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παστινάκη βράζεται και τα στερεά τμήματά της, αφαιρούνται από την συνταγή, αφήνοντας πίσω μια πιο λεπτή γεύση από το σύνολο της ρίζας και το άμυλο για να πυκνώνει το πιάτο. Η ψητή παστινάκη, σε ορισμένα μέρη του Αγγλόφωνου κόσμου, θεωρείται ουσιαστικό μέρος του δείπνου των Χριστουγέννων. Επίσης, συχνά χαρακτηρίζει το παραδοσιακό ψητό της Κυριακής. Μπορεί να τηγανιστεί ή να κοπεί σε λεπτές φέτες και να γίνει τραγανή. Η παστινάκη μπορεί να γίνει κρασί που έχει μια παρόμοια γεύση, με το κρασί της Μαδέρας.

Στη Ρωμαϊκή εποχή, πιστεύετο ότι οι παστινάκες ήταν αφροδισιακό. Ωστόσο, οι παστινάκες συνήθως δεν χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη Ιταλική κουζίνα. Αντ’αυτού, χρησιμοποιούνται για τη σίτιση των χοίρων, ιδίως εκείνων που εκτρέφονται για να κάνουν το ζαμπόν Πάρμας.
Στην παραδοσιακή Κινεζική ιατρική, η ρίζα της κινεζικής παστινάκης, χρησιμοποιείται ως φυτικό συστατικό του φαρμάκου.

Θρεπτικές ιδιότητες

Μια τυπική παστινάκη 100 g, περιέχει 75 θερμίδες (230 kJ) ενέργειας. Οι περισσότερες ποικιλίες παστινάκης αποτελούνται περίπου από: 80% νερό, 5% ζάχαρη, 1% πρωτεΐνη, 0,3% λίπος και 5% διαιτητικές ίνες. Η παστινάκη είναι πλούσια σε βιταμίνες και ανόργανα συστατικά και είναι ιδιαίτερα πλούσια σε κάλιο με 375 mg ανά 100 g. Πολλές από τις βιταμίνες της ομάδας Β είναι παρούσες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της βιταμίνης C χάνεται στο μαγείρεμα. Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις βιταμίνες και τα μέταλλα βρίσκονται κοντά στον φλοιό του, πολλές θα χαθούν, εκτός και αν αφαιρεθεί λεπτή φλούδα από τη ρίζα ή ψηθεί στο σύνολό της (αξεφλούδιστη). Κατά τη διάρκεια του παγωμένου καιρού, μέρος του αμύλου του, μετατρέπεται σε ζάχαρη και η ρίζα έχει πιο γλυκιά γεύση.

Η κατανάλωση των παστινάκων, έχει δυνητικά οφέλη για την υγεία. Περιέχουν αντι-οξειδωτικά, όπως falcarinol, falcarindiol, panaxydiol και methyl-falcarindiol οι οποίες έχουν αντικαρκινικές, αντι-φλεγμονώδεις και αντι-μυκητιακές ιδιότητες. Οι διαιτητικές ίνες στις παστινάκες είναι εν μέρει του διαλυτού και εν μέρει του αδιάλυτου τύπου και αποτελούνται από κυτταρίνηημικυτταρίνη και λιγνίνη. Η υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, των παστινάκων, μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της δυσκοιλιότητας και τη μείωση των επίπεδων της χοληστερόλης στο αίμα.

Πηγή