Αστακός

Με την ονομασία αστακός είναι γνωστά στην Ελλάδα τρία είδη δεκάποδων μακρύουρων μαλακοστράκων που ανήκουν σε δύο διαφορετικές οικογένειες. Την οικογένεια των αστακιδών και στην οικογένεια των παλινουριδών. Τα τρία αυτά γένη μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και είναι περιζήτητα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική για το νοστιμότατο κρέας τους.
Η ζήτηση του προϊόντος μετά το 2003 είναι σε συνεχόμενη αύξηση, καθώς και η τιμή αγοράς του. Οι αστακοί μπορούν να ζήσουν περισσότερο από 100 χρόνια.

Περιγραφή

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αστακού είναι το σκληρό, κόκκινο κέλυφος και οι μεγάλες δαγκάνες του. Ζει στο βυθό της θάλασσας, ακόμα και σε μεγάλο βάθος, συνήθως κοντά σε βράχια. Όταν ενηλικιωθεί φτάνει να έχει βάρος μέχρι 1 κιλό. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί και αστακοί με πολύ μεγαλύτερο βάρος.

Ο πιο κοινός αλλά και οικονομικότερος εξ αυτών είναι ο αστακός “homard”. Γνωστός στην Ελλάδα ως θαλασσινός αστακός, καραβιδομάνα” ή καραβιδαστακός. Φέρει δύο μεγάλες δαγκάνες και θεωρείται από τους Ευρωπαϊκούς λαούς ως γνήσιο αστακός. Για τον ελλαδικό χώρο όμως περισσότερο γνωστός είναι ο “αστακός ο “Palinurus”. Φέρει δύο μεγάλες κεραίες αντί δαγκάνες. Πρόκειται για το είδος που οι Γάλλοι τον αποκαλούν “langouste”. Τέλος συναντάμε τον “αμερικανικό αστακό” που είναι είδος χούμαρου με δαγκάνες και εισάγεται από την Αμερική. Εκτός όμως αυτών υπάρχουν και αστακοί γλυκέων υδάτων που ζουν σε εκβολές ποταμών, λίμνες και στάσιμα αλλά καθαρά ύδατα.

Διατροφική αξία και χρήση στη γαστρονομία

Γενικά ο αστακός θεωρείται το εντυπωσιακότερο προσφερόμενο έδεσμα των πλουσιοτέρων μπουφέδων για όλες τις εποχές, σ΄ όλα τα μέρη του κόσμου. Σήμερα έχει καθιερωθεί παγκόσμια ως δείγμα της γαστρονομικής πολυτέλειας. Όχι τόσο για τις πολύ γευστικές και θρεπτικές του αξίες, όσο για την φινέτσα του και την εξ αντιθέτου απαγορευτική του τιμή.

Από διαιτητικής άποψης ο αστακός παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και σε μεταλλικά στοιχεία. Περισσότερο από κάθε άλλο είδος θαλάσσιου όντος, ξεπερνώντας ακόμα και τη θρεπτική αξία του γάλακτος, ειδικότερα σε ασβέστιο.

Ακριβό, γευστικό, θαλασσινό πιάτο, σερβίρεται συνηθέστερα βραστός. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι αστακοί συντηρούνται σε ενυδρεία των εστιατορίων για να μαγειρευτούν φρέσκοι. Κατά τη δεκαετία 1990-2000 ο αστακός άρχισε να σερβίρεται ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο.

Αλιεία και εκτροφή

Η επαγγελματική αλιεία του αστακού στις ελληνικές θάλασσες, από στατιστική άποψη, παρακολουθείται. Συγκεκριμένα το 2001 αλιεύθηκαν 233 τόνοι, το 2002 112 τόνοι και το 2003 μόλις 90 τόνοι. Σύμφωνα με εκτιμήσεις υπάρχει τρομερή πίεση στα αλιευτικά αποθέματα στο συγκεκριμένο είδος σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου εκτός του Αιγαίου. Η αυξανόμενη ζήτηση του αστακού από τους καταναλωτές, δημιουργούν συνθήκες δύσκολες για το είδος. Η όλο και μεγαλύτερη ζήτηση, ειδικά μετά το 2003, είναι ο λόγος της εκτόξευσης της τιμής του.

Χώρες με εντατική αλιεία αστακού στην Ε.Ε αλλά με πολύ αυστηρούς κανόνες για την διατήρηση των ιχθυαποθεμάτων είναι η Γαλλία η Ισπανία το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πορτογαλία. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες αλιευτικές διατάξεις, στα ελληνικά χωρικά ύδατα, απαγορεύεται αυστηρά η αλιεία αστακού βάρους μικρότερου των 500 γραμμαρίων. Σε περίπτωση τυχαίας σύλληψής του σε δίκτυα θα πρέπει ν΄ απελευθερώνεται και να ρίχνεται ξανά στη θάλασσα.

Καμιά χώρα δεν διαθέτει ιχθυοτροφείο για την εντατική εκτροφή αστακών. Σε γενικές γραμμές είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η εκτροφή του. Για να φτάσει σε βάρος ενός κιλού απαιτούνται 8 με 10 έτη, ανάλογα με το βιότοπο και την ποιότητα των υδάτων. Αυτό καθιστά ασύμφορη την ιχθυοκαλλιέργεια του.

Πηγή